φιλόμαχος ή μαχητής

φιλόμαχος ή μαχητής
Γένος πτηνών της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Πρόκειται για αποδημητικά πουλιά, που τον χειμώνα ζουν στην Αφρική και το καλοκαίρι μεταναστεύουν στις εύκρατες χώρες της Ευρώπης και της Ασίας, όπου και αναπαράγονται. Το σώμα τους είναι μετρίου μεγέθους, ενώ το φτέρωμά τους ποικίλλει κατά το χρώμα ανάλογα με την εποχή. Πάντως, το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι το φουντωτό σαν περιλαίμιο φτέρωμα του λαιμού τους. Ζουν κοντά στα έλη και στις ανοιχτές πεδίαδες, όπου τρέφονται με σκουλήκια, καρκινοειδή ή έντομα, που συλλαμβάνουν με το μακρύ ράμφος τους. Συνήθως ζουν κατά ομάδες ειρηνικά, εκτός από την εποχή του οργασμού, που γίνονται εριστικοί και μαχητικοί. Δεν φτιάχνουν φωλιά, αλλά γεννούν και επωάζουν τα αβγά τους στη γη, μέσα σε ρηχές κοιλότητες. Κάθε χρόνο συλλαμβάνονται πολλά τέτοια πουλιά, που ή τα διατηρούν σε κλουβιά ή χρησιμοποιούν το κρέας τους. Το πτηνό φιλόμαχος ή μαχητής (αρσενικό). Το πτηνό φιλόμαχος ή μαχητής (θηλυκό).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλόμαχος — η, ο / φιλόμαχος, ον, ΝΜΑ φιλοπόλεμος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών τής οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός… …   Dictionary of Greek

  • μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”